- πολύφωτο(ν)
- το люстра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολύφωτο — το είδος φωτιστικού με πολλές λάμπες, πολυκάντηλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… … Dictionary of Greek
κρέμομαι — βλ. πίν. 2 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: κρέμομαι – κρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών. Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι /… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρεμιέμαι — κρεμιέμαι, κρεμάστηκα, κρεμασμένος βλ. πίν. 69 Σημειώσεις: κρέμομαι – κρεμιέμαι : υπάρχει διαφοροποίηση εννοιών. Το κρέμομαι σημαίνει είμαι στερεωμένος ή στηρίζομαι κάπου από το πάνω μέρος (π.χ. το πολύφωτο κρέμεται πάνω στο ταβάνι) / αιωρούμαι / … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δωδεκάφωτος — δωδεκάφωτος, ον (Μ) 1. αυτός που έχει δώδεκα φώτα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ δωδεκάφωτον πολύφωτο στην εκκλησία με δώδεκα φώτα που συμβολίζει τους 12 αποστόλους … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
πολυκάνδηλο — το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ στο ναό τής Φύσης», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανδήλι(ον) … Dictionary of Greek
πολυκήριο — το, Ν κρεμαστό πολύφωτο που αποτελείται από πολλά κεριά, πολυέλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηρίο(ν)] … Dictionary of Greek
πολυφανή — ἡ, Α το πολύφωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φανή «φανός» ποιητ. τ.] … Dictionary of Greek
πολύφωτος — η, ο / πολύφωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.) 2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως 3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» πολυκάντηλα) 4. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
εξάφωτος — η, ο 1. που έχει έξι φώτα. 2. το ουδ. ως ουσ., εξάφωτο φωτιστικό σύνολο (πολύφωτο) με έξι φώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)